- πανζουρλισμός
- οκατάσταση σύγχυσης, αταξίας, ανησυχίας, θορύβου και ασυνεννοησίας πολλών μαζί ατόμων, ομαδική τρέλα, υστερία: Μαζεύτηκαν όλα τα μικρά στον παιδικό χορό και γινόταν πανζουρλισμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.